προσιτός

προσιτός
προσιτός
approachable
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσιτός — ή, ό / προσιτός, ή, όν, ΝΑ (για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τόν προσεγγίσει, να τόν πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ ὁρατόν», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός… …   Dictionary of Greek

  • προσιτός — ή, ό αυτός που μπορεί να τον πλησιάσει κάποιος, να τον φτάσει, να τον αποκτήσει: Το βιβλίο σήμερα είναι προσιτό σ όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσιτά — προσιτός approachable neut nom/voc/acc pl προσιτά̱ , προσιτός approachable fem nom/voc/acc dual προσιτά̱ , προσιτός approachable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιτόν — προσιτός approachable masc acc sg προσιτός approachable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιτοί — προσιτός approachable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιτούς — προσιτός approachable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιτή — προσιτός approachable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιτήν — προσιτός approachable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …   Dictionary of Greek

  • прикосновенный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προσιτός) доступный …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”